- ῥοιζῶδες
- ῥοιζώδηςlikemasc/fem voc sgῥοιζώδηςlikeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ροιζώδης — ῶδες, Α [ῥοῑζος] 1. ηχηρός, θορυβώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥοιζῶδες η κίνηση που συνοδεύεται από θόρυβο, από σφύριγμα … Dictionary of Greek